бытовать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

бытовать - translation to πορτογαλικά


бытовать      
existir ; ser frequente, ser corrente

Ορισμός

бытовать
несов. неперех.
1) а) Существовать, иметь место.
б) Иметь хождение, быть распространенным.
2) разг.-сниж. Жить, находиться в каких-л. условиях существования.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бытовать
1. К сожалению, этот стереотип продолжает бытовать и сегодня.
2. Но она продолжала бытовать в критическом обиходе, на нее ссылались, ее вспоминали.
3. Понятие "умения жить" как оно было в советские времена, так продолжает бытовать и сегодня.
4. Православие, за последние 20 лет вырвавшееся в топ общественного интереса, продолжает бытовать в ранге модного увлечения.
5. В обществе продолжает бытовать мнение, что главная задача Вооруженных сил - перевоспитывать солдат, а не защищать Родину.